- ὀρέξεις
- ὄρεξιςappetencyfem nom/voc pl (attic epic)ὄρεξιςappetencyfem nom/acc pl (attic)ὀρέγωreachaor subj act 2nd sg (epic)ὀρέγωreachfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
εμπαροίνημα — ἐμπαροίνημα, το (AM) μσν. ενέργεια μεθυσμένου αρχ. έρμαιο στις ορέξεις μεθυσμένου … Dictionary of Greek
επιθυμώ — (AM ἐπιθυμῶ, έω) έχω την επιθυμία, ορέγομαι να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, θέλω νεοελλ. έχω την αξίωση, δίνω την εντολή, απαιτώ μσν. νεοελλ. ποθώ ερωτικά μσν. 1. εύχομαι να γίνει κάτι 2. μού αρέσει κάτι 3. στερούμαι κάτι 4. εποφθαλμιώ κάτι 5. (η μτχ … Dictionary of Greek
ετερόζηλος — ἑτερόζηλος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο υπέρ τού ενός μέρους, ο μεροληπτικός μσν. (για πλάστιγγα) αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος αρχ. 1. ο αφοσιωμένος σε άλλη επιδίωξη, αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα 2.… … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
ξεσκουριάζω — 1. καθαρίζω την επιφάνεια μεταλλικού αντικειμένου από τη σκουριά 2. μτφ. α) αποκτώ νέες δυνάμεις, ανακτώ ζωντάνια, εγκαταλείπω την αδράνεια, δραστηριοποιούμαι β) ικανοποιώ σεξουαλικές ορέξεις … Dictionary of Greek
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
ορεκτικός — ή, ό (ΑΜ ὀρεκτικός, ή, όν) [ορεκτός] 1. αυτός που διεγείρει την όρεξη 2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικό α) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξη β) … Dictionary of Greek
περιορίζω — ΝΜΑ [ορίζω] 1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῡ περιορίζοντος» χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.) 2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β.… … Dictionary of Greek